- συνδυαστικός
- συν-δυαστικός, ή, όν, zur Verbindung zweier Personen oder Sachen gehörig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
συνδυαστικός — ή, ό / συνδυαστικός, ή, όν, ΝΜΑ [συνδυάζω] ο ικανός ή ο κατάλληλος στο συνταίριασμα ή στη συσχέτιση νεοελλ. φρ. α) «συνδυαστική ανάλυση» μαθημ. κλάδος τών μαθηματικών στον οποίο μελετώνται οι συνδυασμοί, οι μεταθέσεις και οι διατάξεις στοιχείων… … Dictionary of Greek
συνδυαστικός — ή, ό επίρρ. ά ικανός να συνδυάζει ή αυτός που έχει την τάση να συνδυάζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνδυαστικός λογισμός — Είναι γνωστός και ως συνδυαστική ανάλυση. Κλάδος της αριθμητικής, που εξετάζει τις διάφορες δυνατές ομαδοποιήσεις με διάφορα αντικείμενα ή σύμβολα. Αν έχουμε τρεις σφαίρες με διαφορετικό χρώμα (άσπρο, κόκκινο, πράσινο) και θέλουμε να σχηματίσουμε … Dictionary of Greek
συνδυαστικά — συνδυαστικός disposed to live in pairs neut nom/voc/acc pl συνδυαστικά̱ , συνδυαστικός disposed to live in pairs fem nom/voc/acc dual συνδυαστικά̱ , συνδυαστικός disposed to live in pairs fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδυαστικόν — συνδυαστικός disposed to live in pairs masc acc sg συνδυαστικός disposed to live in pairs neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδυαστικούς — συνδυαστικός disposed to live in pairs masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)